Μια φορά και ένα καιρό, υπήρχε μία χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες.
Το βράδυ, ο καθένας έβγαινε από το σπίτι του και πήγαινε να κλέψει το σπίτι κάποιου γείτονα. Όταν επέστρεφε την αυγή, με τα κλοπιμαία, διαπίστωνε ότι είχε πέσει και ο ίδιος θύμα ληστείας.
Έτσι, ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι, κανένας δεν έβγαινε ζημιωμένος, αφού ο ένας έκλεβε από τον άλλον, μέχρι και ο τελευταίος να κλέψει τον πρώτο.
Το εμπόριο στη χώρα περιελάμβανε, αναπόφευκτα, την εξαπάτηση από την πλευρά του αγοραστή και του πωλητή.
Η ζωή κυλούσε ήρεμα, κανείς δεν ήταν πλούσιος και κανείς φτωχός.
Ώσπου μια μέρα, ένας τίμιος άνθρωπος μετακόμισε σε εκείνο το μέρος. Τις νύχτες, αντί να βγει, άραζε σπίτι, κάπνιζε και διάβαζε βιβλία. Οι κλέφτες, έβλεπαν φως και δεν επιχειρούσαν να τον κλέψουν.
Μετά από λίγο καιρό, οι κάτοικοι, εξοργισμένοι, του εξήγησαν ότι ακόμη και αν ήθελε να ζήσει χωρίς να μπει στη διαδικασία του κλεψίματος, δεν υπήρχε λόγος να σταματήσουν οι υπόλοιποι. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να κάνει βόλτες το βράδυ και να επιστρέφει το πρωί, χωρίς όμως να κλέβει, μιας και αυτό ήταν αντίθετο προς την ιδεολογία του. Πήγαινε στη γέφυρα και παρατηρούσε το νερό, από κάτω, να κυλά.
Όταν επέστρεφε σπίτι, διαπίστωνε ότι τον είχαν κλέψει.
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, είχε μείνει απένταρος, δεν είχε τίποτα να φάει και το σπίτι του ήταν άδειο.
Το πρόβλημα όμως δεν ήταν αυτό. Όχι. Το πρόβλημα ήταν ότι με τη συμπεριφορά του εξαγρίωσε τους υπολοίπους.
Επειδή άφηνε τους άλλους να τον κλέψουν χωρίς να κάνει και αυτός το ίδιο, υπήρχε πάντα κάποιος που επέστρεφε σπίτι με τα κλοπιμαία και έβρισκε το σπίτι του άθικτο. Ήταν το σπίτι που θα έπρεπε αυτός να είχε κλέψει.
Αυτοί που έβρισκαν το σπίτι τους άθικτο έγιναν πλουσιότεροι• αντίθετα, αυτοί που επιχειρούσαν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου, εφόσον δεν έβρισκαν τίποτα μέσα, κατέληγαν φτωχότεροι.
Εντωμεταξύ, οι πλουσιότεροι αφού δεν ένιωθαν πια την ανάγκη να κλέψουν, ακολούθησαν τη συνήθεια του τίμιου και έκαναν βόλτες στη γέφυρα. Aντιλαμβανόμενοι ότι αν συνέχιζαν να αράζουν στη γέφυρα, θα κατέληγαν φτωχοί, σκέφτηκαν να πληρώνουν τους φτωχούς έτσι ώστε να κλέβουν για πάρτη τους. Έφτιαξαν συμβόλαια, μισθούς και ποσοστά. Παρέμειναν, βεβαίως, κλέφτες, καθώς εξαπατούσαν τους άλλους. Έτσι, οι πλούσιοι γινόντουσαν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Κάποιοι, έγιναν τόσο πλούσιοι που προφανώς, δεν είχαν την ανάγκη να κλέψουν, αλλά ούτε να βάλουν άλλους να κλέψουν γι’αυτούς. Άμα όμως σταματούσαν να κλέβουν, θα κατέληγαν φτωχοί επειδή οι φτωχοί θα τους έκλεβαν. Πλήρωναν, λοιπόν, τους φτωχότερους από τους φτωχούς, έτσι ώστε να προστατεύουν την περιουσία τους από τους υπόλοιπους φτωχούς. Έφτιαξαν αστυνομικές δυνάμεις και έχτισαν φυλακές.
Έτσι, μετά από κάποια χρόνια από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο τίμιος, οι άνθρωποι δεν μιλούσαν πια για κλοπές, αλλά για πλούσιους και φτωχούς. Ήταν όμως ακόμα απατεώνες.
Ο μόνος τίμιος άνθρωπος, ήταν αυτός στην αρχή και σύντομα, πέθανε από την πείνα.
Το κείμενο είναι του Italo Calvino σε ελεύθερη μετάφραση από εμένα.
Έχει τίτλο pecora nera (μαύρο πρόβατο).
Το σχέδιο αποτέλεσε αφορμή και είναι του καλλιτέχνη blu.