Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

στρουμφοχωριόν την ώρα που είμαι απών


...ναι, τέτοιου είδους καθυστερημένες επιλογές κάνεις τύφλα απ' το ποτό. Μερικούς από τους καλύτερους μου φίλους, τους γνώρισα είτε σε καντίνα μεταμεσονύχτιων "προβολών", είτε σε μπαρ ανήθικης απόχρωσης. Ωστόσο, αυτή τη φορά δεν πρόκειται για φιλίκη σχέση και στην τελική δεν πρόκειται ούτε καν για σχέση. Δεν ξέρω πως περιγράφεται μια αλληλεπίδραση οντοτήτων που βασίζεται αποκλειστικά στην ανταλλαγή συμβουλών περί χτενισμάτων. Αλλά και πάλι, έχω πάψει να χτενίζω τις τρίχες από τη μαλλιασμένη μου γλώσσα, μυαλό μερικοί δε θα βάλουν ποτέ... Η ηλιθιότητα πλέον θα πρέπει να θεωρείται προνόμιο, γιατί στην τελική ο ηλίθιος δε νοιάζεται, κοιμάται ήσυχος τα βράδια.

Κάθομουν λοιπόν αντίκρυ σε έναν απο τους πιο ενοχλητικά αργόστροφους ιδιοκτήτες γκαραζ που παίζουν στην πιάτσα της νυχτερινής Αθήνας. Πέντε λεπτά περίμενα και μετά συνειδητοποίησα πως βγήκα με τα πόδια· το καθίκι, ακόμα το σκέφτομαι... Είχε πάρει πρέφα ότι τον κοίταζα και με κοίταζε κι αυτός, με αυτό το βλέμμα, ξέρεις, το και κάλα αδιάφορο αλλά ταυτόχρονα ανήσυχο.Έβγαλα μαχαίρι· το λεπίδι άστραψε στο φώς της σελήνης· το στραβό του χαμόγελο πάγωσε και η ανάσα του κόπηκε· για πάντα. Τον είχε πάρει ο ύπνος, για το όνομα του Κυρίου· έμεινα να στέκομαι εκεί για δύο λέπτα, ώσπου ξάπλωσα στη ζεστή πρόθυμη αγκαλιά του και κοίταξα τα αστέρια. Περνούσαν διάφορες σκέψεις απ'το μυαλό μου αλλά καμμία δεν ικανοποιούσε τις προθέσεις μου. Δεν θα πω ψέμματα, δεν θα το αρνηθώ, δεν θα επικαλεστώ το αλκοόλ μήτε αδυναμία της στιγμής: τον ασπάστηκα, τρυφερά, στα σκασμένα του απ' το κρύο χείλη. Η γεύση ήταν γνώριμη· τσίχλα φράουλα και κάπου στο βάθος, για μεσημεριανό υποθέτω, κάτι πικάντικο, ίσως κεμπάπ· έκανα να καταπιώ, αλλά η γλώσσα μου κόλλησε στον ουρανίσκο, όταν κατάλαβα τι συμβαίνει...ΟΚ, τέρμα οι μαλακίες, τίποτε από αυτά δε συνέβη· ήταν απλά ηλίθιες σκέψεις για να περάσει η ώρα· εγώ απλά περίμενα...

...έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου δεν αναγνώριζα αν είχα μπροστά μου το σούρουπο ή την αυγή· η προσμονή δεν έλεγε να τελειώσει, τα νεύρα μου είχαν τσιτώσει, ήθελα κάτι να με στηλώσει, αποφάσισα να καταναλώσω την τελευταία μου δόση. Η Ομόνοια με έδιωξε, και αποφάσισα να τη διώξω κι εγώ, για πάντα· ήταν η αυγή, σίγουρα, αν όχι στον ουρανό, τότε σίγουρα μέσα μου. 

τελικά κατέληξα, δεν έχω φίλους· κανείς δε με καταλαβαίνει...

1 σχόλιο: