Τρίτη 18 Μαΐου 2010

συγγνώμη...



Ήταν εννιά το πρωί όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Τον ξύπνησαν αλλά όπως πάντα, είπε ότι δεν κοιμόταν. Δεν είναι ευγενικό. Απλά προσπάθησε να κάνει τη φωνή του κανονική με αποτέλεσμα να ακούγεται σαν ηλίθιος.
Ετοιμάζεται, παίρνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγαίνει από το σπίτι. Προς έκπληξή του, αντιλαμβάνεται ότι τον έχουν κλείσει και δεν μπορεί να ξεπαρκάρει. Δεν κάνει όμως τίποτα, περιμένει. Μετά από μισή ώρα εμφανίζεται ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, πετάει μία συγγνώμη και μία καλημέρα και φεύγει. Δε βγάζει κουβέντα. Δεν είναι ευγενικό.
Οδηγεί στην κίνηση και ακούει ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Δίπλα του, σταματάει ένας ‘κάβουρας’ έχοντας στη διαπασών τη μουσική. Τον ενοχλεί φοβερά όταν συμβαίνει αυτό, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν είναι ευγενικό.
Φθάνει κοντά στην τράπεζα και ψάχνει να παρκάρει. Μετά από μισή ώρα, βρίσκει επιτέλους μία θέση. Την προσπερνά, ‘βάζει’ αλάρμ και ετοιμάζεται να παρκάρει. Ο από πίσω, το βάζει με τη μούρη. Δε λέει τίποτα, όμως. Δεν είναι ευγενικό.
Μπαίνει αλαφιασμένος στην τράπεζα και αντικρίζει μια τεράστια ουρά. Περιμένει υπομονετικά τη σειρά του. Συνειδητοποιεί πως η ουρά μπροστά του αντί να μικραίνει, όλο και μεγαλώνει. Δε λέει τίποτα σε κανέναν. Δεν είναι ευγενικό.
Αφήνοντας την τράπεζα, αποφασίζει να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του. Έτσι, χωρίς λόγο. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που έκανε κάτι τέτοιο. Μία βερμούδα θέλει. Τίποτα το φοβερό. Τη βλέπει στη βιτρίνα και τη φαντάζεται ήδη επάνω του. Τέλεια. Ρωτάει για το νούμερό του. Ο υπάλληλος θέλει να πουλήσει και πουκάμισο και παπούτσια και καπέλο. «Δεν βαφτίζομαι πάλι», σκέφτεται, «τι να τα κάνω όλα αυτά?». Δεν διακόπτει το παιδί. Δεν είναι ευγενικό.
Το απογευματάκι, αποφασίζει να πάει σινεμά. Βγάζει ένα εισιτήριο, αγοράζει ποπ-κορν, νάτσος, κόκα κόλα και παγωτό και μπαίνει στην αίθουσα. Πάει στη θέση του και ανακαλύπτει ότι κάθεται άλλος. Δεν του λέει όμως τίποτα, δεν είναι ευγενικό, και κάθεται σε μία κενή θέση στην πρώτη σειρά.
Η ταινία τελειώνει και η ανάγκη του να επισκεφτεί την τουαλέτα μετά από τέτοια κατανάλωση σνακ, ήταν αναγκαία. Αυτός και άλλα 2 άτομα περίμεναν να ανοίξει μια πόρτα, ώσπου ένα καζανάκι σπάει την ησυχία. Ήταν η σειρά του, αλλά ένας από τους άλλους 2 ορμάει και κλείνει την πόρτα πίσω του. Δεν τον σταμάτησε. Δεν είναι ευγενικό.
Η ώρα έχει περάσει. Πρέπει να πάει σπίτι. Μπαίνει στο αμάξι και γυρνάει το κλειδί στη μίζα. Χαζεύει από το παράθυρο. Κόκκινο. Σταματάει. Στην απέναντι γωνία μία ταβέρνα. Γουρλώνει τα μάτια. Ήταν όλοι εκεί: ο τύπος που τον είχε κλείσει, ο «κάβουρας», αυτός που του πήρε τη θέση, τα τυπάκια από την τράπεζα, ο υπάλληλος στο μαγαζί, αυτός που του πήρε τη θέση στο σινεμά και ο αγενέστατος της τουαλέτας. Πράσινο. Στρίβει λίγο το τιμόνι αριστερά. Τα κεφάλια όλων στην ταβέρνα γυρνάνε, τα βλέμματα τους παγώνουν και τα πιρούνια τούς πέφτουν κάτω. Δεν πατάει κόρνα. Δεν είναι ευγενικό.

2 σχόλια: